- μελετητικός
- -ή, -ό (ΑM μελετητικός, -ή -όν) [μελετώ]μελετηρόςαρχ.1. (γενικά) αυτός που μπορεί να μελετά, που μπορεί να ασκείται σε κάτι με προθυμία και επιμέλεια2. (ειδικά) αυτός που είναι επιτήδειος στη ρητορική άσκηση3. αυτός ο οποίος θρηνεί και θορυβεί σαν περιστέρι που γρούζει4. φρ. α) «ὕλη μελετητική» — συλλογή μελετώνβ) «μελετητικὸς αὐλός» — μουσικό θρηνητικό όργανο.
Dictionary of Greek. 2013.